- πρέπουσα
- πρέπωto be clearly seenpres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρεπούσας — πρεπούσᾱς , πρέπω to be clearly seen pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) πρεπούσᾱς , πρέπω to be clearly seen pres part act fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρέπουσ' — πρέπουσα , πρέπω to be clearly seen pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) πρέπουσι , πρέπω to be clearly seen pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) πρέπουσι , πρέπω to be clearly seen pres ind act 3rd pl (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρέπω — ΝΜΑ 1. (κυρίως στο γ εν. και πληθ. πρόσ. με δοτ. προσ. η οποία στα νεοελλ. έγινε γεν. προσ. αντων.) αρμόζω, ταιριάζω, είμαι κατάλληλος για κάποιον ή κάτι (α. «τι έχω γυναίκα όμορφη και δεν τής πρέπουν μαύρα», δημ. τραγούδι β. «και περισσότερη… … Dictionary of Greek
PULPITUM — excitatum in Proscenio, agentium et loquentium locus erat. In Pulpitum enim Actores prodibant, quod, ut Vitruvius docet, latius erat Latinis, quam Graecis. Altitudo illius Romanis non plus pedum quinque; adeoque humilius Scenâ, sed altius… … Hofmann J. Lexicon universale
UMBO — ex Graeco ἄμβων, Aeol. ὄμβων, idem cum Umbilico, quae vox indidem orat. Hinc, quos in cylindris, qui non nullis ex beryllis fiebant, umbilicos Plinius, l. 37. c. 5. Solinus umbones, appellat, duo nempe utrinque capita, quae tales aurô… … Hofmann J. Lexicon universale
έκτιμος — ἔκτιμος, ον (Α) 1. ο χωρίς τιμή, αυτός που δεν προσφέρει την πρέπουσα τιμή 2. αυτός που τιμά κάποιον ιδιαίτερα 3. εξαιρετικά έντιμος, πολύ εκτιμώμενος 4. αυτός για τον οποίο ορίστηκε τίμημα που πρέπει να πληρώσει … Dictionary of Greek
αναπτύσσω — (Α ἀναπτύσσω) αναφέρομαι λεπτομερώς σε κάτι, διασαφηνίζω, διευκρινίζω νεοελλ. 1. εκτυλίσσω, απλώνω, ξεδιπλώνω 2. αυξάνω, μεγεθύνω, δίνω έκταση σε κάτι 3. προάγω στα γράμματα, στις τέχνες και γενικά στον πολιτισμό, δίνω την πρέπουσα μόρφωση 4.… … Dictionary of Greek
ανενέργητος — η, ο (AM ἀνενέργητος, ον) νεοελλ. 1. αυτός για τον οποίο δεν έγινε η πρέπουσα ενέργεια, εκείνος που δεν έχει διεκπεραιωθεί (ανενέργητο ένταλμα συλλήψεως») 2. εκείνος που δεν έχει ενεργηθεί, δεν έχει κανονική κένωση των εντέρων αρχ. μσν. 1. ο… … Dictionary of Greek
ευπρεπισμός — ο η πρέπουσα διευθέτηση, η τακτοποίηση, ο ευτρεπισμός, το νοικοκύρεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευπρεπίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1807 στον Δημ. Αλεξανδρίδη] … Dictionary of Greek
ευτακτώ — (ΑΜ εὐτακτῶ, έω) [εύτακτος] είμαι εύτακτος, συμπεριφέρομαι με τάξη και πειθαρχία μσν. αρχ. τηρώ στη ζωή την πρέπουσα τάξη, είμαι εγκρατής αρχ. (για στρατιώτες) πειθαρχώ, υπακούω 2. πληρώνω τακτικά τις οφειλές μου 3. επαναφέρω κάποιον στην τάξη 4 … Dictionary of Greek